Ο ξένος στην Αμερική πρέπει να 'ναι νικητής.
Δεν υπάρχει άλλη επιλογή.
Αν η φτιάξη στραβώσει είσαι υποχρεωμένος να πας στο αληταριό...
Να κοιμάσαι στο πάρκο κάτω απ' τα δέντρα.
Και μόλις σκοτεινιάζει να προσπαθείς να τσακώσεις καμιά πάπια για να την ψήσεις στη ζούλα.
Φαίνεται εύκολο αλλά δεν είναι.
Εκεί που νομίζεις πως την έχεις, σου κάνει τσαφ και ξεγλιστράει.
Και σ' αφήνει με τα παντελόνια μούσκεμα...
Ένα πρωί βρήκα σ' έναν σκουπιδοτενεκέ μια ξεφούσκωτη κούκλα.
Την πήγα στο βενζινάδικο να τη φουσκώσω.
"Θεούλη μου! Κοίτα κάτι βυζάρες!", φώναξε ο βενζινάς.
"Τις βλέπω ρε ηλίθιε!", του είπα κι έφυγα.
Πίσω απ' τους θάμνους που πας για κατούρημα κρύβονται κάτι τύποι που σε παρακαλάν να σου πάρουν μια πίπα.
Αλλά εσύ προτιμάς τον Πιτ, στο μπαρ "Λίνκολ".
Σε περιμένει πάντα στις τουαλέτες, σου παίρνει πίπα και σου δίνει και δυο ντόλαρς.
Έχει μια γλώσσα σα γυαλόχαρτο και ξέρει καλά τη δουλειά του...
Έπινα μια ξεθυμασμένη μπύρα στου Λίνκολ όταν άκουσα το γνωστό ήχο.
Δεν ήταν ακριβώς χαστούκι.
Οι σωστοί νταβατζήδες δεν χτυπάν στο πρόσωπο.
Ρίχνουν γροθιές στο κεφάλι.
Ο τυπάς, αφού την ξάπλωσε κάτω, κινήθηκε αργά προς την έξοδο.
Μόλις μισάνοιξε την πόρτα γύρισε προς το μέρος μας.
"Αν υπάρχει κανείς εδώ μέσα που δεν γουστάρει αυτό που έκανα, να το πει".
Κανείς δεν υπήρχε κι ο μάγκας μάς άδειασε τη γωνιά.
Μόλις η κοκκινομάλλα συνήλθε την κέρασα μια μπύρα με τα δολαριάκια του Πιτ.
"Δεν ξέρεις πόσο τυχερός είσαι που 'σαι άσχημος", μου είπε. "Αν σε γουστάρει μια γυναίκα ξέρεις πως δεν το κάνει για την ομορφιά σου".
"Εντάξει", της είπα, "είμαι τυχερός".
Πήγαμε σπίτι της.
Στο δρόμο έπεσε μπαλαμούτι.
Κάναμε ένα ντουζάκι και ξαπλώσαμε.
"Πότε θες να πηδηχτούμε", με ρώτησε, "τώρα ή μόλις ξυπνήσουμε;"
"Μόλις ξυπνήσουμε", της είπα και της γύρισα την πλάτη.
Κι αν λέω ψέματα να πάνε τ' αρχίδια μου στον παράδεισο...
Υ.Γ.: Απόψε πέρασα απ' το Μοναστηράκι, εκεί που ήταν η "παλιά στρατώνα".
Ακούστε το τραγουδάκι και διαβάστε για το μέρος...