Ξημερώματα 2 Μαΐου του 1919 τα ελληνικά μεταγωγικά πλεύρισαν το λιμάνι της Σμύρνης κι από μέσα άρχισαν ν’ αποβιβάζονται τα γαλανόλευκα στρατά.
Η Αθούλα εντελώς αυθόρμητα χώθηκε ανάμεσα στα ευζωνάκια και παρήλασε μαζί τους στην προκυμαία, δίνοντας μάλιστα και το σύνθημα:
Τους Πασάδες με το φεσ’
ιμένα σαν μ’ αρέσ’
τους στέλνω με μια τσαρχιά
στο διάολο πεσκέσ’
Την Άθη εθνικίστρια δεν μπορείς να την πεις, αλλά, πώς να το κάνουμε, παρασύρθηκε απ’ την υστερία των ημερών, κατατάχθηκε εθελοντικά στο Σύνταγμα Ευζώνων κι έφτασε πολεμώντας λίγο έξω απ’ την Άγκυρα.
Έλα όμως που το καλοκαίρι του ’22 τα πράγματα ήρθαν τούμπα.
Η κατάσταση στο μέτωπο έγινε τραγική, ο ανεφοδιασμός άθλιος, τα φαντάρια πείναγαν κι η Αθούλα χώνονταν κάτω από καμιά γελάδα να ρουφήξει το γαλατάκι της...
Οι φαντάροι αγανακτισμένοι, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, πέταγαν σάπιες ρέγγες στο δρόμο που θα πέρναγαν οι αξιωματικοί.
Η Άθη η Ρεμπέτισσα διαμαρτυρόταν με τον τρόπο της, σκαρώνοντας τραγουδάκια:
Αν είσαι μάνα και πονείς
έλα στη Σμύρνη να με δεις.
Έλα στα παραπήγματα
εκεί στα μαύρα μνήματα.
Τι σου ’κανα κυρ λοχαγέ
κι εσένα κυρ λοχία
και μ’ έριξες στη φυλακή
χωρίς καμιά αιτία.
Κυρ λοχαγέ, κυρ λοχαγέ
μας έσπασες τον αργιλέ.
Τον έσπασε η μανδύα σου
γαμώ την Παναγία σου.
Κυρ λοχαγέ μου το και το
δεν είν’ συσσίτιο αυτό
όλο σούπα με πατάτες
και νερόβραστες ντομάτες.
Κυρ λοχαγέ μου δεν μου λες
πού βρίσκεις συ χαλβά κι ελίες
και μας σερβίρεις φυλακή
τα βράδια για "ξηρά τροφή";
Το τραγουδάκι αυτό, που πρωτακούστηκε στις στρατιωτικές φυλακές της Μικρασίας, το διασκεύασαν αργότερα οι ρεμπέτες ως εξής: