Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2018

Μαύρη Πρωτοχρονιά πέρασα!



Ο χωρισμός είναι σαν το κάταγμα. Στην αρχή, που ’ναι ζεστός ακόμη, δεν νιώθεις πόνο ή φόβο. Αυτά έρχονται αργότερα...
Αρχίζω τον ποδαρόδρομο για να ξελαμπικάρω. Περπατώ σαν κυνηγημένος. Ίσως και σαν υπνοβάτης. 
Η μέρα έχει ένα φως μαύρο και σκληρό σαν τιμωρία. Αλλάζει το σχήμα και τη μορφή των πραγμάτων. Τα κάνει αγνώριστα. Σα να περπατάω σε ξένη πόλη.
Το κέντρο της Αθήνας και τις γύρω συνοικίες τις ξέρω σαν το κρεβάτι μου. Έχω παντού κάποια σημεία αναφοράς. Κάποιες γωνίτσες "δικές μου", που νιώθω σαν το σπίτι μου, ένα παγκάκι, ένα πεζούλι... 
Περνάω και τα χαιρετάω: "γειά σου λεύκα μου", "γειά σου παγκάκι μου"...
Είχε ωραία μακριά μαλλιά. Χρυσαφιά, φουντωτά, σαν φωτοστέφανο. 
Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε την ερωτεύτηκα. Ίσως τότε που μου ’πε "Δεν φοβάμαι τίποτα, δεν μου λείπει τίποτα, πιστεύω σε μας!"...
Όλη μου η ζωή είναι ένα "αν". Αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, αν το ένα, ον το άλλο... άι σιχτίρ πια, καταλήγουμε στην αν-ανδρεία. 
Απ’ τη ζωή παίρνεις ό,τι διεκδικείς τελικά κι όχι ό,τι αξίζεις. Έτσι δε λένε; Κι εγώ δε θυμάμαι τι διεκδίκησα τελευταία φορά απ’ τη ζωή μου...
Περνάω δίπλα από έναν μπλε κάδο. Αναρωτιέμαι αν ανακυκλώνονται οι άνθρωποι. Μήπως κι εμείς σκουπίδια δεν είμαστε;
Αποφασίσω να μπω σ’ ένα λαϊκό ταβερνάκι, που συχνάζουν εργάτες κι απόμαχοι της ζωής. 
Ουζερί "Υπάρχω". Έτσι το λένε. Οι τοίχοι καλυμμένοι με αφίσες του Καζαντζίδη. Και το κασετόφωνο παίζει μόνο Στελάρα.
Παραδόξως είναι γεμάτο. Δεν βρίσκω τραπέζι αλλά ένας μοναχικός τύπος μού κάνει νόημα να καθίσω στο δικό του. 
Είναι πρόσχαρος, λιγομίλητος και θέλει να κεράσει. Χρόνια είχα να δω άνθρωπο γαλήνιο. Είχα ξεχάσει πώς είναι.
Στη διπλανή παρέα κάποιος μιλάει για τους Γερμανούς. "Όλο μπίρες πίνουνε και τρων κάτι σκατολοϊδια που τα λένε σνακς".
Παρατηρώ έναν προς έναν όλους τους θαμώνες. Άνθρωποι φοβισμένοι, τσακισμένοι απ’ τη δουλειά και την ανεργία. Δε γίνεται πια να δουλεύεις χωρίς φόβο. Λες και σε πληρώνουν όχι για να ζεις αλλά για να φοβάσαι!
Κάποιος τα βάζει με τους νέους. "Όλη μέρα στα κομπιούτερ. Πότε θα ζήσουν, πότε θ’ αγαπήσουν;".
Το τσίπουρο είναι φωτιά και λαύρα. Το πουστεύω αρκετά ρίχνοντας κάμποσα παγάκια. Παρ’ όλ’ αυτά λάλησα! 
Βγάζω τη χτένα κι αρχίζω να χτενίζομαι μέχρι γδαρσίματος. Απ’ την κάψα νιώθω πως οι τρίχες της κεφαλής μου σηκώθηκαν κάγκελο...
Ψάχνω να βρω τρόπο να μην περάσει η ώρα. Να μην χρειαστεί να γυρίσω σπίτι. 
Όταν έχεις προβλήματα, οι νύχτες στο σπίτι είναι μαρτύριο. Τη μέρα αντιμετωπίζεις τα προβλήματα κατά πρόσωπο και κάπως την παλεύεις. Τις νύχτες σου τρώνε το μυαλό. Οι αναμνήσεις καταφθάνουν τρομαχτικές. Σαν φίδια που σέρνονται στο σεντόνι σου. Πώς να ξεχάσω τη ζεστασιά που ’βγαινε απ’ τα κορμιά μας μόλις λευτερώνονταν απ’ τα ρούχα τους;
Ένας γεροντόμαγκας με βλέπει μεθυσμένο κι έρχεται και κάθεται δίπλα μου. 
Αρχίζει να μου λέει μια ιστορία. Δεν είμαι σε θέση να την καταλάβω. Θυμάμαι μόνο πως προχθές η γυναίκα του τον κλείδωσε σπίτι για να μην πάει στην ταβέρνα, κι αυτός έκατσε κι ήπιε όλες τις κολόνιες της!
Γύρω μου όλα στροβιλίζονται και βρωμάνε τσίπουρο, τσιγάρο κι εργατίλα. 
Αποφασίζω να κόψω τον κάβο που με δένει με το παρελθόν. Και να λευτερώσω το καράβι της ζωής μου. Γιατί, κακά τα ψέματα, κανείς μας δεν είναι νησί. Όλοι καράβια είμαστε...

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

"Θυμάμαι μόνο πως προχθές η γυναίκα του τον κλείδωσε σπίτι για να μην πάει στην ταβέρνα, κι αυτός έκατσε κι ήπιε όλες τις κολόνιες της!"

Όντως πολύ μάγκας..

Ψονθομφανήχ είπε...

Δάσκαλος!